μυλοκόπος
Look at other dictionaries:
μυλοκόπος — ο (Α μυλοκόπος, ον) αυτός που κόβει, που κατεργάζεται τους μυλίτες λίθους, τις μυλόπετρες αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ μυλοκόπος το ψάρι μύλλος, το μυλοκόπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη / μύλος + κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek
μυλοκόποι — μυλοκόπος millstone worker masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… … Dictionary of Greek
μυλοκόπι — (umbrina cirrosa). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των σκιαινιδών. Διακρίνεται από τους άλλους σκιαινίδες από έναν θύσανο κοντό αλλά χοντρό, που φέρει κάτω από τη γνάθο. Το μ. μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 70 εκ. και σε βάρος τα 15 κιλά· το στόμα… … Dictionary of Greek
μυλοκόπον — μυλοκόπον, τὸ (Α) σφυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυλοκόπος «το ψάρι μύλλος», με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε … Dictionary of Greek
μυλοκόπον — acisculus neut nom/voc/acc sg μυλοκόπος millstone worker masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)